atm

Μέσα στον Σεπτέμβριο αναμένεται νέα χαλάρωση στα capital controls. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, μέσα στο φθινόπωρο θα ανακοινωθεί περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στη μεταφορά κεφαλαίων και ειδικά στην αποστολή εμβασμάτων στο εξωτερικό.

Όπως εκτιμούν, το ύψος των εμβασμάτων προς το εξωτερικό μπορεί να διαμορφωθεί στις 4.000 με 5.000 ευρώ το μήνα. 

Σημειώνουμε πως σήμερα, το ποσό διαμορφώνεται στις 4.000 ευρώ ανά κωδικό πελάτη και ανά ημερολογιακό δίμηνο (απόφαση που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2018).

Η αύξηση του ορίου στις 5.000 ευρώ είναι κυρίως ψυχολογικού χαρακτήρα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών έχει λιγότερα χρήματα στον λογαριασμό του κάθε μήνα. Το μέσο όριο ανάληψης μετρητών είναι κοντά στα 1.500 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτοί που έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, τραβάνε συνήθως το 90% του ορίου.

Στις θετικές εξελίξεις όσον αφορά τα Capital Controls αναμένεται να αναφερθεί και ο Τσίπρας κατά την ομιλία του στη ΔΕΘ 2018.

crash

 

eyro khdeia

«Η Ευρώπη έχει επιτέλους στα χέρια της μια έξοδο που της επιτρέπει να πανηγυρίζει αντί να φοβάται. Μετά από οκτώ χρόνια η Ελλάδα αφήνει σήμερα πίσω της το τρίτο πρόγραμμα στήριξης», μεταδίδει το πρακτορείο Reuters και προσθέτει:

«Πρόκειται για ένα καλοδεχούμενο Grexit, όμως πριν ανοίξουν οι σαμπάνιες είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Αθήνα παραμένει δέσμια των πιστωτών, που απέτυχαν να θέσουν την ελληνική οικονομία σε βιώσιμη τροχιά. Μόλις τρία χρόνια πριν, μια φιλική αποχώρηση της Ελλάδας από οποιοδήποτε πρόγραμμα φαινόταν αδιανόητη.

Το πρώτο εξάμηνο του 2015, η ριψοκίνδυνη πολιτική του νεοεκλεγμένου ριζοσπάστη της Αριστεράς Αλέξη Τσίπρα παραλίγο να προκαλέσει ένα καταστροφικό Grexit. Μετά από το βιαστικά διοργανωμένο δημοψήφισμα, αποτέλεσμα του οποίου ήταν ένα ηχηρό «Όχι» στους όρους των δανειστών, η Γερμανία πίεσε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

Με τις ελληνικές τράπεζες ήδη κλειστές, ο Τσίπρας τελικά υποχώρησε, συμφωνώντας να υλοποιήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και τότε όμως το μέλλον της νέας συμφωνίας έμοιαζε αβέβαιο. Η Ελλάδα και η ευρωζώνη απέφυγαν το χείριστο από τα πιθανά ενδεχόμενα που φαινόταν επικείμενο κατά την διάρκεια της αναμέτρησης του 2015.

Ωστόσο -συνεχίζει το δημοσίευμα- οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν. Η ευρωζώνη ήθελε απελπισμένα να αποφύγει την διάσπασή της. Μια έξοδος θα έθετε εν αμφιβόλω τη μη αναστρέψιμη πορεία του κοινού νομίσματος, ωθώντας τις χρηματαγορές να ποντάρουν εναντίον των προβληματικών οικονομιών. Επίσης, έπρεπε να βρεθεί τρόπος για να πειθαρχήσει μια χώρα που επεδίωξε να εκμεταλλευτεί τις ατέλειες του κοινού νομίσματος. Αυτές οι ατέλειες αναδείχθηκαν επειδή η ευρωζώνη υποτίθεται πως ήταν μια νομισματική ένωση και μόνον, χωρίς δημοσιονομικές σχέσεις ή άλλη υποστήριξη.

Οι ευσεβείς αυτοί πόθοι δεν άντεξαν στην πρώτη δοκιμασία της πραγματικότητας όταν η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές. Οι χώρες της ευρωζώνης ξεφορτώθηκαν όπως-όπως την ρήτρα «μη διάσωσης». Επανερμηνεύοντας βολικά την Συνθήκη του Μάαστριχτ, τα προγράμματα διάσωσης έγιναν τελικά εφικτά, αρκεί να είχαν τη μορφή δανείων αντί για μείωση της ονομαστικής αξίας των χρεών.

Εκεί έγκειται η πηγή των βασάνων της Ελλάδας. Αν και η χώρα εξέρχεται του προγράμματος, παραμένει δέσμια των πιστωτών της ευρωζώνης και των δανείων που της χορηγήθηκαν. Τα δάνεια αυτά είναι η μερίδα του λέοντος του δημόσιου χρέους. Το υψηλό χρέος καθιστά τις χώρες ευάλωτες στις αναταράξεις των αγορών.

Οφείλουν να συμπεριφέρονται άψογα για να διασφαλίζουν την πρόσβασή τους στην ιδιωτική χρηματοδότηση, αλλά ακόμη και έτσι μπορεί να πέσουν θύματα της αστάθειας όταν οι επενδυτές χάσουν το ενδιαφέρον τους για επισφαλείς επενδύσεις. Χωρίς τη θωράκιση του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να αντλεί κεφάλαια από τις αγορές για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Αυτός είναι ο λόγος που σε έναν ιδανικό κόσμο η Ελλάδα θα έπρεπε να εξέλθει του προγράμματος με πολύ μικρότερο χρέος, μέσω απομείωσης της ονομαστικής αξίας των δανείων της ευρωζώνης.

Όμως, «κουρέματα» αυτού του είδους αποτελούν ανάθεμα για τους ευρωπαίους πιστωτές που έχουν ένοχες συνειδήσεις και οι οποίοι φοβούνται τις αντιδράσεις των φορολογουμένων τους για τις απώλειες από τα δάνεια προς την Ελλάδα. Αντίθετα, η ευρωζώνη εφαρμόζει προ πολλού την λαθραία πολιτική της ελάφρυνσης του χρέους με άλλα μέσα. Επιτόκια που στην αρχή ήταν τιμωρητικά, είναι πλέον τόσο χαμηλά όσο γίνεται και η αποπληρωμή των τόκων σημαντικού μέρους των δανείων έχει μετατεθεί.

Οι ωριμάνσεις των δανείων έχουν επιμηκυνθεί κατά δεκαετίες. Αυτή η “extend and pretend” προσέγγιση θα εξασφαλίσει για μια δεκαετία περίπου και ως ένα βαθμό την Ελλάδα από τις διαθέσεις των αγορών, αλλά κρατά τη χώρα δεσμευμένη για πολύ περισσότερο. Για τους πιστωτές της ευρωζώνης που φοβούνται πως η Ελλάδα θα επιστρέψει στις κακές δημοσιονομικές της συνήθειες, λύση αυτή έχει πλεονεκτήματα, επειδή τους επιτρέπει να ασκούν επιρροή ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος.

Είναι όμως συνταγή», προστίθεται στην ίδια ανάλυση, «που θα προκαλέσει υποβόσκουσα δυσαρέσκεια, καθώς η Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060. Αυτό το πρωτοφανές εγχείρημα θα ήταν εφικτό σε αίσιους καιρούς, αλλά πρέπει να γίνει μετά από δύσκολους καιρούς.

Εκτός από το βάρος του χρέους, υπάρχει μια κληρονομιά πικρίας και στις δύο πλευρές. Οι βόρειοι πιστωτές αποδίδουν τα βάσανα της χώρας στην δημοσιονομική ασωτία των Ελλήνων. Οι Έλληνες κατηγορούν τους σωτήρες τους για την λιτότητα και τις δυσάρεστες μεταρρυθμίσεις που αναγκάστηκαν να υποστούν.

Όπως έχουν τα πράγματα, χρειάζεται ένα οικονομικό θαύμα - όπως μια διαρκής περίοδος ισχυρής ανάπτυξης – για να δραπετεύσει η Ελλάδα από τα δεσμά του χρέους.

Μετά τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, η ανάκαμψη φαίνεται πιθανή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Όμως οι προβλέψεις για το μέλλον είναι απογοητευτικά χαμηλές και δείχνουν πως η χώρα δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα προβλήματά της.

Το ΔΝΤ προβλέπει μακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 1% ετησίως. Ακόμη και αυτή η μέτρια εκτίμηση ίσως αποδειχθεί αισιόδοξη. Τα δημογραφικά στοιχεία της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα αρνητικά. Η απροθυμία της ευρωζώνης να αντιμετωπίσει την αλήθεια και να διαγράψει ορισμένα από τα δάνειά της αποτελεί σφάλμα κατανόησης.

Οι πολιτικές της θα κλείσουν την Ελλάδα σε μια φυλακή χρέους επί δεκαετίες, με δεσμοφύλακες του πιστωτές. Δεν είναι τρόπος αυτός να οικοδομηθεί μια νέα σχέση μεταξύ της ευρωζώνης και του άσωτου παιδιού της», καταλήγει το Reuters...

ΑΠΕ-ΜΠΕ

akropoli simaia

«Καμπανάκι» διεθνών αναλυτών για την έξοδο από το μνημόνιο – Πανηγύρια από την κυβέρνηση 

Την ώρα που η Ελλάδα μετρά ακόμη τις πληγές τις από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με τους 96 νεκρούς, την ώρα που εκατομμύρια έλληνες φορολογούμενοι ετοιμάζονται για τη «λυπητερή» του ΕΝΦΙΑ που θα καταργούσε – όπως είχε πει εμφατικά ο πρωθυπουργός προεκλογικά – αλλά και τη στιγμή που διεθνείς αναλυτές και ξένα ΜΜΕ χτυπούν «καμπανάκι» για την μεταμνημονιακή εποχή, στην κυβέρνηση πανηγυρίζουν λες και το τέλος του προγράμματος θα φέρει την «άνοιξη» στην ελληνική οικονομία.

Μπορεί το αφήγημα της καθαρής εξόδου που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση να «μαυρίζει» από εκτιμήσεις διεθνών αναλυτών αλλά και από την καθημερινότητα των ελλήνων με τους δυσβάσταχτους φόρους, τα κυβερνητικά στελέχη όμως «διαβάζουν» διαφορετικά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος, στρώνοντας το... χαλί – με το μάτι στις εκλογές – για φοροελαφρύνσεις.

Μπορεί η λήξη του μνημονίου να φέρνει χαμόγελα στην αυλή του Μαξίμου, ωστόσο οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση είναι συγκεκριμένες και δεν δικαιολογούν πανηγυρισμούς και φιέστες. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τα συμφωνηθέντα και τον στόχο για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, μέτρο το οποίο – όπως εκτιμούν εγχώριοι και ξένοι αναλυτές αλλά και κόμματα – θα φέρει πολλά δεινά και θα καθηλώσει την ελληνική οικονομία.

Τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης που έχουν ξεκινήσει ήδη ενόψει της εξόδου από το μνημόνιο, «θολώνει» και ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γαλλίας Μπρούνο Λεμέρ ο οποίος σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» αφενός χαρακτηρίζει επιτυχία την έξοδο από το πρόγραμμα , αφετέρου «ψαλιδίζει» τις κυβερνητικές προσδοκίες περί αναστολής της μείωσης των συντάξεων.

Στο ίδιο μήκος κύματος και το «καμπανάκι» που χτύπησαν μιλώντας στα «ΝΕΑ» 16 ειδικοί οι οποίοι αναφέρθηκαν στην μεταμνημονιακή εποχή. «Η Ελλάδα θα πρέπει στη νέα φάση που εισέρχεται από αύριο, να εξετάζει διεξοδικά και σε συνεννόηση με τους δανειστές την προσαρμογή υφιστάμενων μεταρρυθμίσεων και την εφαρμογή νέων πολιτικών» ήταν το μήνυμα του προέδρου του Eurogroup Μάριο Σεντένο. Ο καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο της Τουλούζης Γκαμπριέλ Κολέτις υπογραμμίζει με τη σειρά του ότι «η χώρα θα βρίσκεται εφεξής στο έλεος των αγορών και θα πρέπει να πληρώσει υψηλότερα επιτόκια από εκείνα που απαιτούνταν από αυτήν στο πλαίσιο του προγράμματος βοήθειας που λήγει».

Από την πλευρά του το πρακτορείο Reuters υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα μπορεί να βγαίνει από το τελευταίο από τα τρία μνημόνια που της επιβλήθηκαν, στις 20 Αυγούστου, ωστόσο οι πληγές παραμένουν.

«Η Ελλάδα βγαίνει από το τελευταίο εκ των τριών μνημονίων της στις 20 Αυγούστου και ελπίζει να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές μετά από 9 χρόνια κρίσης, η οποία συρρίκνωσε την οικονομία της κατά 25% και την υποχρέωσε να εφαρμόσει επώδυνα μέτρα λιτότητας» αναφέρει το πρακτορείο, σημειώνοντας ότι η κρίση αποδείχθηκε βαθιά τραυματική για τους Έλληνες.

Οι πανηγυρισμοί καλά κρατούν

Την ίδια στιγμή πάντως, τα κυβερνητικά στελέχη συνεχίζουν τους πανηγυρισμούς για τη μεγάλο... έξοδο. «Καθαρή έξοδος σημαίνει επιστροφή στην κανονικότητα. Σημαίνει ότι παύει το καθεστώς της επιτροπείας και αποκτούμε τον έλεγχο της οικονομικής μας πολιτικής, έστω και με τον στενό κορσέ των πλεονασμάτων του 3,5% μέχρι το 2022.

Δεν υπαγορεύονται πλέον από τους δανειστές μας νέες περικοπές και μέτρα λιτότητας κι έτσι η Ελλάδα θα μπορέσει να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί με την κοινωνία όρθια, χωρίς όξυνση των ανισοτήτων και με αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου, με περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες» ανέφερε χαρακτηριστικά ο διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Γιώργος Τσίπρας χαράσσοντας έτσι τη γραμμή Μαξίμου.

Ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Φώτης Κουβέλης, μιλώντας για την επόμενη μέρα, σημείωσε ότι η κυβέρνηση «έχει διαμορφώσει τις αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να προχωρήσει και στην ανάπτυξη και στην αποκατάσταση αδικιών. Επίσης, να στηρίξει την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που δέχθηκαν τα μεγαλύτερα χτυπήματα στη διάρκεια της 8χρονης μνημονιακής κατάστασης στην Ελλάδα».

in

tsipr tsakal voili skythr
Σε αντίθεση με το κυβερνητικό αφήγημα, οι επόμενοι μήνες θα αποτελέσουν μια πραγματική δοκιμασία για την ικανότητα ελιγμού μέσα στο τοπίο της «ενισχυμένης επιτήρησης»

Μέχρι τώρα η κυβέρνηση προσπάθησε να πείσει ότι τα πραγματικά δύσκολα είναι πίσω μας και τώρα μπαίνουμε στο δρόμο της εξόδου από τα μνημόνια και της δίκαιης ανάπτυξης.

Βέβαια, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Αυτό που είναι «πίσω μας» είναι το πολιτικό κόστος από τη διαδικασία ψήφισης των περισσότερων από τις «μνημονιακές» δεσμεύσεις της κυβέρνησης, δηλαδή ο πολιτικός και κοινωνικός αντίκτυπος από το ότι τα μέτρα αυτά επρόκειτο να ψηφιστούν.

Όμως, το πραγματικό κόστος αρκετών μέτρων όπως και η ασφυκτική επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι στοιχεία μπροστά μας.

Πάνω από όλα αυτό που είναι μπροστά μας είναι το διαρκές πρόβλημα του χρέους, καθώς η συμφωνία του Eurogroup έδωσε μια κρίσιμη ανάσα χρόνου στη δεκαετία 2022-2032 αλλά δεν έκανε την κρίσιμη τομή που θα έκλεινε τον κρίσιμο κύκλο της υπερχρέωσης.

Υποχρεωτική η εφαρμογή όλων των μέτρων

Σε αυτό το φόντο πληθαίνουν τα διαρκή μηνύματα από τους «θεσμούς» ότι πρέπει να υπάρξει απαρέγκλιτη εφαρμογή των ψηφισμένων και συμφωνημένων μέτρων.

Το πρώτο μήνυμα ήταν η ίδια η απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου για την συναίνεση στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης του ESM. Η απόφαση κάνει σαφές ότι τα επόμενα βήματα θα περνούν από την αξιολόγηση της πορείας της χώρας, ενώ σε σχέση με τον μειωμένο ΦΠΑ στη νησιά που παρατάθηκε για 6 μήνες με αντιστάθμισμα μείωση των αμυντικών δαπανών, είναι σαφές ότι η πλειοψηφία της Γερμανικής Βουλής αναμένει ότι στη συνέχεια θα επανέλθει κανονικά. Σε ένα τέτοιο φόντο είναι πολύ δύσκολο να δεχτούν παρεκκλίσεις από τα όσα μέτρα έχουν συμφωνηθεί.

Το δεύτερο μήνυμα ήταν η έκθεση του ΔΝΤ. Για την ακρίβεια αυτό ήταν ένα από τα μηνύματα από την έκθεση του ΔΝΤ. Το Ταμείο μπορεί να διαφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προς την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά επίσης θεωρεί αυτονόητη την εφαρμογή όλων των μέτρων.

Το τρίτο μήνυμα ήταν οι παρεμβάσεις του εκπροσώπου του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ ο οποίος υπογράμμισε ότι η 20η Αυγούστου «θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τη χώρα», επισημαίνοντας συγχρόνως ότι «η Ελλάδα θα πρέπει τώρα να αποδείξει στους εταίρους της και στις αγορές της ότι δεσμεύεται να μην αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις, για να γίνει μια ισχυρή οικονομία δημιουργώντας ανάπτυξη και θέσεις εργασίας».

Οι πολλαπλές μορφές εποπτείας και επιτήρησης

Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους είναι η θέση ότι μετά το τυπικό τέλος του «ελληνικού προγράμματος» η χώρα θα έχει το περιθώριο να διαλέγει τα μέσα πολιτικής, υπό την προϋπόθεση ότι θα πιάνει τους δημοσιονομικούς κανόνες.

Στην πραγματικότητα η χώρα θα είναι υπό διαρκή εποπτεία και επιτήρηση και οι «θεσμοί» θα έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε όλες τις όψεις της ασκούμενης πολιτικής.

Οι μορφές αυτές περιλαμβάνουν:

  • Την «ενισχυμένη εποπτεία» που θα σημαίνει αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας 4 φορές το χρόνο.
  • Την αξιολόγηση από το Eurogroup 2 φορές το χρόνο για να «αποδεσμεύονται» οι παρεμβάσεις που προβλέπονται στη συμφωνία για το ελληνικό χρέος, δηλαδή τα 600 εκατομμύρια από τα κέρδη των ομολόγων και τα 200 εκατομμύρια από τη μείωση επιτοκίων
  • Τις ανά εξάμηνο εκθέσεις της Κομισιόν, που αποτελούν την «κλασική» μεταμνημονιακή εποπτεία, όπως έγινε και με άλλες χώρες που είχαν μπει σε «πρόγραμμα».
  • Το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», που είναι ένας «κανονικός» ευρωπαϊκός θεσμός, δεν συνδέεται δηλαδή με κάποιο ειδικό πρόγραμμα, και το οποίο σημαίνει διαρκή παρακολούθηση της σύνταξης και της εκτέλεσης των προϋπολογισμών των κρατών μελών.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι κάθε άλλο παρά ελεύθερη θα είναι η ελληνική κυβέρνηση να κάνει ό,τι θέλει ή να παρεκκλίνει από το πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί.

Ή για να το πούμε διαφορετικά για κάθε δήλωση του Μοσκοβισί που θα αφήνει ένα περιθώριο για αλλαγές, θα υπάρχουν πολύ περισσότερες σε εξέλιξη διαδικασίες αξιολόγησης για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές.

Τα ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους και η «έξοδος στις αγορές»

Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα που μεσοπρόθεσμα θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία είναι το θέμα του χρέους. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο η Ελλάδα σε όλη την δεκαετία του 2020 θα είναι σε επίπεδα χρέους που το 2009 θα τα θεωρούσαμε ότι απαιτούν την υπαγωγή σε μνημόνιο.

Εδώ είναι που κρίνονται δύο βασικές παράμετροι: η ικανότητα αποπληρωμής του και η ικανότητα εξασφάλισης πρόσβασης στις αγορές.

Ως προς την ικανότητα αποπληρωμής του, όλα δείχνουν ότι χωρίς λήψη μέτρων αναδιάρθρωσής του, κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του 2030 οι δαπάνες αποπληρωμής του θα ξαναγίνουν υπέρογκές καθώς οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν το 20% του ΑΕΠ 

Ως προς την πρόσβαση στις αγορές, αυτή τη στιγμή η χώρα διαθέτει ένα χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» 24,1 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ υπάρχουν και τα repos στα οποία έχει προχωρήσει το υπουργείο Οικονομικών «μαζεύοντας» τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης. Αυτό αρκεί για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τους επόμενους 20 μήνες.

Αυτό επιτρέπει την «επιστροφή στις αγορές» με προσεκτικά βήματα, αλλά δεν αναστέλλει για πολύ τη «στιγμή της αλήθειας».

Η κυβέρνηση θα ήθελε να εκμεταλλευθεί την επόμενη περίοδο ώστε να κάνει προσεκτικά ανοίγματα στις αγορές, με επιτόκια που δεν θα είναι υπέρογκα.

Όμως, σε αυτό το δρόμο υπάρχουν ήδη εμπόδια:

  • Η έκθεση του ΔΝΤ μπορεί να συμπίπτει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την περίοδο έως το 2032, στιγμή κατά την οποία με βάση την συμφωνία του Eurogroup θα κριθεί ξανά η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και θα ληφθούν, εάν χρειαστεί  νέα μέτρα αναδιάρθρωσης, όμως, θέτει ζήτημα εκτροχιασμού του ελληνικού χρέους από το 2038 και μετά. Αυτό ρίχνει μια σκιά στο μεσοπρόθεσμο δανεισμό της χώρας.
  • Έπειτα υπάρχει η αναμονή για την Έκθεση Αξιολόγησης για το ελληνικό χρέος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που αναμένεται τον Οκτώβριο. Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι θα είναι πιο κοντά στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ παρά στις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η τρέχουσα συμφωνία για το ελληνικό χρέος, δηλαδή θα αποδέχεται τη βιωσιμότητα μέχρι το 2032, αλλά για την μετέπειτα περίοδο θα θεωρεί ότι δεν θα μπορεί να μείνει εντός των συμφωνηθέντων ορίων.
  • Όλα αυτά συνδυάζονται και με παραμέτρους που αφορούν την ευρύτερη συγκυρία. Η αναστάτωση στις διεθνείς αγορές αναμένεται να επηρεάσει και τις αγορές ομολόγων και άρα αυτό θα σημαίνει πιο ακριβό δανεισμό για τη χώρα.

Στα εμπόδια αυτά προστέθηκε και η απροθυμία της ΕΚΤ είτε να εντάξει, έστω και συμβολικά, μια που το πρόγραμμα τελειώνει, την Ελλάδα στη λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση» (QE), είτε να παρατείνει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων (το λεγόμενο waiver) μετά το τέλος του προγράμματος. Και αυτό είναι ένα συμβολικό «χτύπημα» στην ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει άμεσα στις αγορές με ένα επιτόκιο που θα εμπνέει εμπιστοσύνη.

Ο τρόπος μάλιστα που παρουσίασε το συγκεκριμένο θέμα πρόσφατο άρθρο της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), είναι έτσι ενδεικτικός εφόσον υπογραμμίζει ότι «τις επόμενες μέρες η κυβέρνηση και οι τράπεζες στην Ελλάδα θα λάβουν όχι καλά νέα από την ΕΚΤ.

Διότι μαζί με το τέλος του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας τελειώνει και η προνομιακή μεταχείριση για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών. Παράλληλα, η ΕΚΤ θα σβήσει τις ελπίδες των Ελλήνων να συμμετάσχει η χώρα τους έστω και για λίγους μήνες στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της κεντρικής τράπεζας (QE)».

Τα όρια των υπερπλεονασμάτων

Όμως, ο μεγαλύτερος μπελάς της κυβέρνησης, μια που αφορά την ικανότητα της κυβέρνησης να επιδείξει «κοινωνικό πρόσωπο», αφορά τη διαχείριση των πλεονασμάτων.

Καταρχάς, όλες οι ενδείξεις είναι ότι είναι αδύνατο για την κυβέρνηση να μην εφαρμόσει τα μέτρα ή οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να το επιτρέψουν.

Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε μπει στον εκλογικό κύκλο των ευρωεκλογών και σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις αισθάνονται την πίεση από λαϊκιστικά και ακροδεξιά κόμματα, όπως η Afd στη Γερμανία, και δύσκολα θα μπορούν να δώσουν την εικόνα ότι επιτρέπουν στους «Έλληνες να κάνουν ό,τι θέλουν σε βάρος του γερμανού φορολογούμενου».

Έπειτα, δεδομένου ότι τα πλεονάσματα αφορούν την αποπληρωμή του χρέους, το κλειδί είναι τα «υπερπλεονάσματα», ή για να χρησιμοποιήσουμε πιο τεχνική ορολογία, ο «δημοσιονομικός χώρος» που θα δημιουργείται κάθε χρονιά.

Αυτός εξαρτάται όχι μόνο από τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας αλλά και από τη διατήρηση σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, την ώρα που για παράδειγμα υπάρχει κίνδυνος παρά την υπερφορολόγηση να μην έχουμε σημαντική αύξηση εσόδων.

Σημειώνουμε πάντως ότι κανονικά το 2018 είναι χρονιά με μικρό σχετικά «δημοσιονομικό χώρο», εφόσον με βάση το Μεσοπρόθεσμο θα φτάσει μόλις το 0,06% του ΑΕΠ, εκτός και εάν ξεπεραστούν οι προβλέψεις. Κανονικά δηλ. η κυβέρνηση επρόκειτο να ανακοινώσει μέτρα με βάση τον προβλεπόμενο «δημοσιονομικό χώρο» του 2019, 0,46% του ΑΕΠ ή 868 εκατομμύρια ευρώ. Εξ ου και ότι κυρίως αυτά υποτίθεται ότι θα αφορούσαν φοροαπαλλαγές.

Σε αυτό προστίθεται η αναζήτηση διαρκώς πιθανού χώρου για το θέμα των συντάξεων, όπου η δυσκολία είναι διπλή: αφενός η άρνηση των δανειστών να συναινέσουν, σε μια φάση που η «γνώμη τους μετράει» σε αποφάσεις όπως π.χ. η χορήγηση των κερδών των ομολόγων, αφετέρου ότι ακόμη και να προχωρούσε μια τέτοια παρέκκλιση θα συμπαρέσυρε πιθανώς το κοινωνικό πακέτο που είχε οριστεί ως «αντίμετρα» από τη μεριά της κυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, με ορόσημο τη ΔΕΘ, η κυβέρνηση καλείται να λύσει μια δύσκολη εξίσωση, που δεν περιλαμβάνει μόνο την αναζήτηση συνεννόησης με τους δανειστές, αλλά και τις πραγματικές δυσκολίες της χάραξης πολιτικής στη μεταμνημονιακή εποχή. 

in

moskobisi

Η πρώτη αποστολή της μεταμνημονιακής, ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας θα ξεκινήσει στις 10 Σεπτεμβρίου, ανακοίνωσε ο αρμόδιος Επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί, κατά τη διάρκεια δηλώσεών του σήμερα στις Βρυξέλλες, για το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης.

Ο Επίτροπος κατέστησε σαφές ότι η ενισχυμένη εποπτεία, με τις τέσσερις αποστολές το χρόνο (δύο εκ των οποίων θα συμπέσουν με τους ελέγχους του ευρωπαϊκού εξαμήνου) θα είναι "πολύ πολύ πιο ελαφρά" σε σχέση με την τρόικα, "δεν θα υπάρχουν οι άνδρες με τα μπλε που θα ακολουθούν τους άνδρες με τα μαύρα" και ξεκαθάρισε ότι η νέα κατάσταση δεν αποτελεί νέο πρόγραμμα, ούτε περιέχει νέους όρους και προϋποθέσεις.

Ο Επίτροπος ξεκαθάρισε ακόμα, σε σχέση με την κατάργηση του μέτρου της νέας περικοπής στις συντάξεις τον Ιανουάριο, ότι οι δεσμεύσεις και οι στόχοι πρέπει να τηρούνται, αλλά σημείωσε ότι στο νέο πλαίσιο προφανώς και υπάρχει ευελιξία κινήσεων και "θα πρέπει πρώτα να πιστοποιηθεί το αν υπάρχει όντως το δημοσιονομικό περιθώριο για μια τέτοια κίνηση. Παρέπεμψε τέλος, για το θέμα στην αξιολόγηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού.

Ο Επίτροπος κατέστησε ακόμα σαφές ότι η Ελλάδα θα ήταν σε ασύγκριτα χειρότερη θέση αν είχε αφεθεί να χρεοκοπήσει και να βγει από την ευρωζώνη, ενώ τόνισε πως καθώς σήμερα έχει σημαντικά υψηλότερο δημόσιο χρέος και έχει δεχθεί σημαντικά μεγαλύτερα ποσά δανείων, έχοντας σημαντικά περισσότερα προβλήματα από κάθε άλλη χώρα σε πρόγραμμα θα πρέπει να παρακολουθηθεί πιο στενά.

Ξεκαθάρισε δε ότι το τέλος του προγράμματος δεν είναι το τέλος των μεταρρυθμίσεων, ότι η χώρα οφείλει να παρουσιάσει προσχέδιο προϋπολογισμού προς κρίση το φθινόπωρο . Σημείωσε μάλιστα ότι πρέπει να θυμόμαστε πως "η κρίση έφερε τη λιτότητα" και όχι το αντίθετο, ενώ οι πολίτες που έχουν υποστεί θυσίες θα δρέψουν σταδιακά τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων, σημειώνοντας ότι η Κομισιόν δεν ξεχνά τους πλέον ευάλωτους πολίτες, υπενθυμίζει ότι η ανεργία, που παραμένει υψηλή, έπεσε για πρώτη φορά ξανά στα επίπεδα του 20%.

madata

ftoxia paidi

Στην κατάσταση στην Ελλάδα, ενόψει της ολοκλήρωσης του προγράμματος, εστιάζουν γερμανικές εφημερίδες.

Η Stuttgarter Nachrichten επισημαίνει ότι πολλοί Ελληνες κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με τη φτώχεια στο μέλλον, ενώ η  Handelsblatt υπογραμμίζει ότι η χώρα μας απέχει ακόμη από τις αγορές. Προειδοποιεί μάλιστα τον Αλέξη Τσίπρα ότι δεν πρέπει να περιμένει «πολιτικές εκπτώσεις» γιατί οι αγορές δεν δείχνουν έλεος.

«Μάχη επιβίωσης»

Η Stuttgarter Nachrichten, στην ανταπόκρισή της από την Αθήνα σημειώνει ότι το πρόγραμμα ολοκληρώνεται στις 20 Αυγούστου, αλλά «δεν είναι ορατή καμία αποκλιμάκωση της κατάστασης για τους ανθρώπους στη χώρα – αντιθέτως: Πολλοί Έλληνες απειλούνται να βρεθούν στο μέλλον αντιμέτωποι με τη φτώχεια και να μείνουν άστεγοι».

Η εφημερίδα αναφέρει παραδείγματα εξαιρετικά φτωχών νοικοκυριών στην Αθήνα, ανθρώπων που μετά βίας κατορθώνουν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, ατόμων που έχασαν τις δουλειές τους και φοβούνται για το τι τους περιμένει στη συνέχεια.

Παράλληλα, σημειώνει το εξαιρετικά βαρύ τίμημα που είχαν για τη χώρα τα προγράμματα λιτότητας που εφήρμοσε. «Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε περισσότερο από ένα τέταρτο. Δεκάδες χιλιάδες εταιρείες χρεοκόπησαν. Τα εισοδήματα μειώθηκαν κατά ένα τρίτο και η ανεργία αυξήθηκε από 7,5% σε 27%. Το επίδομα ανεργίας (…) καταβάλλεται το πολύ για έναν χρόνο. Ένα κατώτατο επίδομα διαβίωσης, όπως το Hartz IV (στη Γερμανία), δεν υπάρχει.

Επομένως συχνά από την ανεργία δεν υπολείπεται παρά ένα μικρό βήμα για να μείνει κανείς άστεγος», γράφει η Stuttgarter Nachrichten.

Handelsblatt: Μακρύς ο δρόμος για τις αγορές

Από την άλλη η Handelsblatt αναφέρεται στον μακρύ δρόμο που καλείται να διανύσει η Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, προκειμένου να επιστρέψει με επιτυχία στις διεθνείς αγορές

«Η Ελλάδα απέχει ακόμη πολύ από το να επιστρέψει τις κεφαλαιαγορές», εκτιμά η οικονομική εφημερίδα, τονίζοντας ότι παρά το εξαιρετικά σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που κλήθηκε να υλοποιήσει η χώρα, «οι μεταρρυθμίσεις δεν επιτρέπεται να ατονήσουν μετά την τελευταία δανειακή δόση από την ΕΕ». Παράλληλα, αμφισβητεί το αφήγημα του Πιερ Μοσκοβισί περί επιστροφής στην ομαλότητα.

«Ακόμη κι αν ο Ελληνας ασθενής πήρε εξιτήριο από την εντατική μετά από 8,5 χρόνια, η χώρα έχει ακόμη μπροστά της μια μακρά περίοδο αποκατάστασης  μέχρις ότου μπορέσει να ξανασταθεί με σιγουριά στα δικά της πόδια», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η εφημερίδα χαρακτηρίζει μέτρα τα αποτελέσματα των προγραμμάτων προσαρμογής της Ελλάδας. «Στο πεδίο της δημοσιονομικής εξυγίανσης η Αθήνα είχε μεγαλύτερη επιτυχία από κάθε άλλη χώρα της κρίσης στην ευρωζώνης. Αυτό ήταν όμως απαραίτητο, δεδομένου ότι πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο καταστροφικό το σημείο εκκίνησης», επισημαίνει ο αρθρογράφος και συνεχίζει: «Οι όροι λιτότητας ήταν υπερβολικά σκληροί. Οδήγησαν την Ελλάδα στη βαθύτερη και πιο μακρόχρονη ύφεση που έχει περάσει ευρωπαϊκή χώρα σε περίοδο ειρήνης. Μια χαλάρωση της πιεστικής λιτότητας θα μπορούσε να είχε δώσει νωρίς αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία και να είχε μετριάσει την ανθρωπιστική καταστροφή από την οποία υποφέρει η Ελλάδα μέχρι και σήμερα», επισημαίνει το σχόλιο, μοιράζοντας τις ευθύνες για τη μη λήψη αποτρεπτικών μέτρων τόσο στους δανειστές όσο και στις ελληνικές κυβερνήσεις που δεν προέβησαν σε λήψη διαρθρωτικών μέτρων που θα καθιστούσαν την Ελλάδα ανταγωνιστικότερη.

Το δημοσίευμα τονίζει ότι η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι «κλειδί» για διαρκή ανάπτυξη που θα απελευθερώσει την Ελλάδα από την «παγίδα του χρέους».

Λάθος μηνύματα από Τσίπρα

«Ακόμη πιο σημαντικό είναι η Ελλάδα να προσπαθήσει να κερδίσει εμπιστοσύνη παραμένοντας σε τροχιά μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος. Όμως δυστυχώς υπάρχουν ενδείξεις ότι συμβαίνει το αντίθετο», αναφέρει η εφημερίδα.

Το δημοσίευμα εγκαλεί τον Αλέξη Τσίπρα για δηλώσεις περί λήψης μέτρων στα οποία ο ίδιος δεν πιστεύει, αλλά αναγκάζεται να εφαρμόσει υπό την πίεση των δανειστών, σχολιάζοντας ότι «αυτά είναι λανθασμένα μηνύματα». Ο Αλέξης Τσίπρας, τονίζει, δεν μπορεί να περιμένει «πολιτικές εκπτώσεις στις αγορές. Αυτές δεν δείχνουν έλεος».

DW

ekt

Υπό τον τίτλο «Κακά νέα για την Αθήνα», η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρεται στην πολιτική που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ έναντι της Ελλάδας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος στήριξης στις 20 Αυγούστου.

Σύμφωνα με την εφημερίδα, «τις επόμενες μέρες η κυβέρνηση και οι τράπεζες στην Ελλάδα θα λάβουν όχι καλά νέα από την ΕΚΤ. Διότι μαζί με το τέλος του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας τελειώνει και η προνομιακή μεταχείριση για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών. Παράλληλα και σύμφωνα με πληροφορίες της FAZ, η ΕΚΤ θα σβήσει τις ελπίδες των Ελλήνων να συμμετάσχει η χώρα τους έστω και για λίγους μήνες στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της κεντρικής τράπεζας (QE)».

Η εφημερίδα αποδίδει τις αποφάσεις της Ευρωτράπεζας στην «ξεροκεφαλιά» του έλληνα πρωθυπουργού: «Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι στις 20 Αυγούστου θα τελειώσουν οριστικά τα [...] προγράμματα διάσωσης. Το ότι η Ελλάδα θα μπορεί να κινείται εφεξής αυτόνομα, αμφισβητείται πλέον, καθώς οι επισκέψεις ελέγχου από πλευράς των θεσμών θα συνεχιστούν. Και τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί δημοσιονομικούς κανόνες αλλά και το συμπεφωνημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με μειώσεις συντάξεων και αφορολόγητου.

Γι’ αυτό το λόγο οι ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες είχαν ζητήσει να ενταχθούν όλα αυτά σε ένα αποδυναμωμένο πρόγραμμα βοήθειας το οποίο θα προέβλεπε μια προληπτική γραμμή στήριξης, αλλά όχι νέα δάνεια. Ο πρωθυπουργός Τσίπρας όμως επέμεινε. Γι’ αυτό και ακολουθεί τώρα μια σκληρή αντίδραση από την ΕΚΤ», γράφει η εφημερίδα, η οποία επικαλούμενη ανώνυμες πηγές παραπέμπει σε επικείμενο τέλος του waiver (κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρο για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ) που οδηγεί ουσιαστικά τις ελληνικές τράπεζες και πάλι στην αγκαλιά του έκτακτου μηχανισμού χρηματοδότησης (ELA).

«Ο τρόπος αυτός χρηματοδότησης είναι ακριβός», επισημαίνει η FAZ, σημειώνοντας ότι τόσο για τις ελληνικές τράπεζες που έχουν συσσωρευμένα κόκκινα δάνεια όσο και για τις ελληνικές επιχειρήσεις που χρειάζονται δάνεια αυτά είναι κακά νέα. «Την ίδια ώρα δεν υπάρχουν πλέον προοπτικές για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ», αφού και αυτό προϋποθέτει μια υγιή αξιολόγηση των ελληνικών χρεογράφων που όμως δεν υφίσταται.

Περισσότερα Άρθρα...