Θύελλα αντιδράσεων για την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου

Εργασιακά
Tools

Θύελλα αντιδράσεων στην πρωτοβουλία Βρούτση για αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου

«Η πρωτοβουλία του υπουργού Εργασίας να "ανοίξει συζήτηση" για την τροποποίηση του συνδικαλιστικού νόμου είναι απαράδεκτη», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΔΗΜΑΡ. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζει ότι η κατάργηση του ν. 1264/82 έρχεται να ολοκληρώσει την πλήρη κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία, ενώ ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ μιλούν για «σκλήρυνση του οπλοστασίου κατά των απεργιών» και για «αιτία διαρκούς «πολέμου» με τα Συνδικάτα και τους εργαζόμενους».

«Με την κρατική παρέμβαση δεν αντιμετωπίζονται υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα και διεκδικήσεις των εργαζομένων. Ένα δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν στη συλλογική αυτονομία, στην οργάνωση και λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Πολύ δε περισσότερο να δίνει τη δυνατότητα στους εργοδότες για ανταπεργία (λοκ αουτ)» συνεχίζει η ανακοίνωση του κόμματος.

Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι η κατάργηση του ν. 1264/82 έρχεται να ολοκληρώσει την πλήρη κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία και τονίζει ότι η γενική απεργία στις 20 Φεβρουαρίου πρέπει να στείλει αποφασιστικό μήνυμα αντίστασης.

«Η μνημονιακή κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει κάθε όπλο στον αγώνα της ενάντια στην κοινωνία», αναφέρει η αξιωματική αντιπολίτευση και μιλά για «κατ' ουσίαν απαγόρευση του δικαιώματος στην απεργία» που ακολουθεί την πλήρη απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στοχεύοντας «στην ισοπέδωση κάθε δυνατότητας αντίστασης στη μνημονιακή πολιτική».

Η κατάργηση του νόμου σε συνδυασμό με τις δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως παράνομες σχεδόν το σύνολο των απεργιών, και τις «αυταρχικές επιστρατεύσεις των εργαζομένων» από την κυβέρνηση, θα έρθει να ολοκληρώσει την πλήρη, και νομοθετικά πλέον, κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία, επαναφέροντας παράλληλα την ανταπεργία ως νόμιμο όπλο της εργοδοσίας εναντίον των εργαζομένων.

«Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι η κυβέρνηση δεν στρέφεται μόνο ενάντια στο συνδικαλιστικό κίνημα και τους εργαζομένους, αλλά ενάντια σε όλους όσοι πλήττονται από την βάρβαρη πολιτική της λιτότητας, των μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις και της ανεργίας, ενάντια στο δικαίωμα της συλλογικής διεκδίκησης και αντίστασης, τη δημοκρατία και στα δικαιώματα όλης της κοινωνίας».

Αντίθετη με την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου εμφανίζεται και η ΓΣΕΕ. «Δεν πρόκειται να συμμετέχω σε κανένα διάλογο (για την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου). Η πρωτοβουλία του υπουργού Εργασίας, όμως, δεν με κατέλαβε εξ απήνης. Με τέτοια πολιτική που εφαρμόζεται, απαιτείται σκλήρυνση του οπλοστασίου κατά των απεργιών και των απεργών». είπε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος.

Για πρωτοφανές νομοθετικό πραξικόπημα και ευθεία υπονόμευση του Συντάγματος κάνει λόγο η ΑΔΕΔΥ. «Η Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. προειδοποιεί την Κυβέρνηση ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στο νομοθετικό πλαίσιο του Ν.1264/1982, του πλέον προοδευτικού Νόμου της μεταπολίτευσης, που ρυθμίζει την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, θα αποτελέσει αιτία διαρκούς «πολέμου» με τα Συνδικάτα και τους εργαζόμενους», υπογραμμίζει στην ανακοίνωση της.

«Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα των όποιων αλλαγών στο σημερινό πλαίσιο δομής, οργάνωσης, λειτουργίας των Συνδικάτων, είναι ζήτημα εσωτερικό και υπόθεση των εργαζομένων. Η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. εκτιμά ότι είναι άμεση η ανάγκη αυτού του εσωτερικού διαλόγου, προκειμένου τα Συνδικάτα να ανταποκριθούν σε ουσιαστικές αλλαγές με κριτήριο τη συμμετοχή, την ενεργοποίηση, το νέο ισχυρό και αποφασιστικό ρόλο των εργαζομένων.

Προϋπόθεση, πάντως, είναι να σταματήσει το "μακρύ χέρι" Κυβέρνησης – Κράτους – Κομμάτων να παρεμβαίνει στα Συνδικάτα και να λειτουργήσει η «αυτορρύθμιση» του θεσμού με απόφαση, έλεγχο, πρόταση των ίδιων των εργαζομένων» καταλήγει η ΑΔΕΔΥ.

Βασικό θέμα στην ατζέντα του υπουργείου Εργασίας είναι ο τρόπος λήψης της απόφασης για την κήρυξη της απεργίας και η αλλαγή του νόμου 1264 που ισχύει από το 1982. Σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου, στόχος είναι να αντιμετωπιστούν φαινόμενα κατά τα οποία ένα σωματείο μπορεί να προκηρύξει κινητοποίηση και να επηρεάσει ολόκληρη την επιχείρηση.

Στο τραπέζι έχουν πέσει προτάσεις ακόμα και για ρύθμιση που να προβλέπει την προκήρυξη απεργίας με απόφαση τουλάχιστον του 50% των εγγεγραμμένων στο σωματείο.

Σημειώνεται πως ανάλογη πρόβλεψη για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα είχε υπάρξει στο άρθρο 4 του νόμου 1365/1983 (όταν υπουργός Οικονομικών ήταν ο Γ. Αρσένης), αλλά η ρύθμιση δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η επαναφορά μιας τέτοιας διάταξης ουσιαστικά θα καθιστούσε αδύνατη την προκήρυξη απεργίας σε πολλούς χώρους (π.χ. στον ευρύτερο δημόσιο τομέα) και αναμένεται να εξεταστούν εναλλακτικά σενάρια.

Πηγές του υπουργείου ανέφεραν πως πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, ώστε ούτε να είναι αδύνατη η προκήρυξη απεργίας, αλλά ούτε να γίνεται με τις σημερινές διαδικασίες.

Το θέμα που αναμένεται να προκαλέσει τις περισσότερες αντιδράσεις αφορά στο δικαίωμα της ανταπεργίας (το λεγόμενο λοκ άουτ) που έχει καταργηθεί από το 1982. Δηλαδή το να μπορεί ο εργοδότης να κλείνει την επιχείρηση σε περίπτωση απεργίας.

Στον διάλογο θα τεθούν ακόμα δύο θέματα που σχετίζονται με το συνδικαλιστικό κίνημα:
•Η λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Πηγές του υπουργείου κάνουν λόγο για κατακερματισμό και περιορισμένη αντιπροσωπευτικότητα και μιλούν για αλλαγές στην οργάνωση και στη δομή (τόσο σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, δηλαδή στα σωματεία, όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, δηλαδή στα Εργατικά Κέντρα).

•Η διαδικασία χορήγησης συνδικαλιστικών αδειών. Σήμερα οι άδειες που δίνονται εξαρτώνται άμεσα από την οργάνωση στην οποία συμμετέχει ο συνδικαλιστής (αν είναι πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια).

ethnos